καρότσα

καρότσα
[кароца] ουσ. Θ. повозка

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καρότσα" в других словарях:

  • καρότσα — η (λ. ιταλ.) 1. αμάξι που σέρνεται από ζεύγος αλόγων και χρησιμοποιείται κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν βόλτα με μια καρότσα. 2. τμήμα ενός φορτηγού που χρησιμοποιείται για μεταφορά πραγμάτων: Φόρτωσαν το εμπόρευμα στην καρότσα του φορτηγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρότσα — η (Μ καρότσα) άμαξα που σύρεται από άλογα νεοελλ. 1. το αμάξωμα τών, φορτηγών κυρίως, αυτοκινήτων 2. επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carrozza] …   Dictionary of Greek

  • καροτσάδα — η διαδρομή, περίπατος με καρότσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσα + κατάλ. άδα (πρβλ. αυτοκινητ άδα, βαρκ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… …   Dictionary of Greek

  • καρρότσα — η βλ. καρότσα …   Dictionary of Greek

  • καροτσάδα — η περίπατος με καρότσα: Κάναμε μια καροτσάδα και γυρίσαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καροτσάκι — το μικρή καρότσα, χειροκίνητο αμάξι για τον περίπατο των νηπίων: Το μωρό το είχαμε στο καροτσάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατφόρμα — η (λ. γαλλ.) 1. εξέδρα. 2. ευρύχωρη καρότσα που ρυμουλκείται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»